υπέρογκος

υπέρογκος
5246 ὑπέρογκος
{прил., 2}
чрезвычайно распухший или надутый; перен. напыщенный, высокопарный, надменный.
Ссылки: 2Пет. 2:18; Иуд. 1:16.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υπέρογκος" в других словарях:

  • ὑπέρογκος — of excessive bulk masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρογκος — η, ο / ὑπέρογκος, ον, ΜΝΑ 1. υπέρμετρα ογκώδης, τεράστιος 2. συνεκδ. υπέρμετρος, υπερβολικός (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «υπέρογκη βλάβη» ρωμ. δίκ. βλάβη που συνίσταται στην πώληση ενός… …   Dictionary of Greek

  • υπέρογκος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει υπερβολικό όγκο, ογκωδέστατος, τεράστιος, πελώριος. 2. υπέρμετρος, υπερβολικός: Υπέρογκες αξιώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερογκότερον — ὑπέρογκος of excessive bulk adverbial comp ὑπέρογκος of excessive bulk masc acc comp sg ὑπέρογκος of excessive bulk neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόγκως — ὑπέρογκος of excessive bulk adverbial ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρογκον — ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem acc sg ὑπέρογκος of excessive bulk neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόγκοις — ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόγκου — ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόγκους — ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόγκων — ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόγκῳ — ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»